ξεμπουκάρισμα

ξεμπουκάρισμα
το [ξεμπουκάρω]
(για υγρά, αέρια ή καπνό) ορμητική έξοδος ή εκβολή από στόμιο ή σήραγγα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ξεμπουκάρισμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεμπουκάρω, η έξοδος, η ξαφνική εμφάνιση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”